ἔξοδοι

ἔξοδοι
ἔξοδος 1
going out
fem nom/voc pl
ἔξοδος 2
promoting the passage
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επτατειχής — ἑπτατειχής, ές (Α) φρ. («ἑπτατειχεῑς ἔξοδοι» οι επτά έξοδοι στα τείχη τής Θήβας, Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • выходъ — ВЫХОД|Ъ (20), А с. 1.Действие по гл. выходити в 1 знач.: не бывают бо выходи на лица мирьскы(х) ни входи ѿ на(с) к тѣмъ. (ἔξοδοι) ФСт XIV, 159в; Володимеръ же нача вопрашати его. ѡ Телебѹзѣ како сѩ дѣ˫ало в Лѩхохъ. и кѹда и выходъ его из Лѩховъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • εχίνος — I (echinus). Θαλάσσιο ζώο, γνωστό κυρίως ως αχινός (βλ. λ.) II (Ανατ.). Ένα από τα τμήματα του πολύχωρου στομαχιού των μηρυκαστικών, το οποίο βρίσκεται μεταξύ του κεκρύφαλου και του ηνύστρου. Ο ε. δεν έχει αδένες και ο βλεννογόνος της εσωτερικής… …   Dictionary of Greek

  • μεθεσμός — ο το δεύτερο σμήνος μελισσών που βγαίνει από την κυψέλη την άνοιξη και μετά το οποίο ακολουθούν και άλλες έξοδοι σμηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἑσμός (< ἕζομαι «κάθομαι»] …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • πλημμύρα — Η ανύψωση της στάθμης των νερών ποταμού, λίμνης ή θάλασσας και η έξοδός τους από την κοίτη τους. Η π. οφείλεται συνήθως σε κλιματολογικές συνθήκες με τη βοήθεια και της μορφολογίας του εδάφους. Αίτια είναι οι ραγδαίες και διαρκείς βροχές, η… …   Dictionary of Greek

  • πολυπρόοδος — ον, Μ το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυπρόοδον το να βγαίνει κανείς συχνά, οι πολλές έξοδοι κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρόοδος (πρβλ. α πρόοδος)] …   Dictionary of Greek

  • στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… …   Dictionary of Greek

  • Γκάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάμπια Έκταση: 11.295 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.455.842 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπανγιούλ (57.700 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β, Α και Ν με τη Σενεγάλη, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”